- ἰδικαῖς
- ἰδικόςspecialfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτοειδής — ές, ΜΑ αυτός που έχει την ίδια ακριβώς μορφή με κάποιον άλλον («μίαν... θεότητος φύσιν τὴν ἐν τρισὶν ὑποστάσεσιν ἰδικαῑς, αἱ σύμμορφοι καὶ ταυτοειδεῑς ἀλλήλαις», Καισάρ.). επίρρ... ταὐτοειδῶς ΜΑ πανομοιότυπα, το ίδιο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek